μπάκος

μπάκος
μπάκος, ὁ (Μ)
βλ. πάγκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μπάγκος — ο (Μ μπάγκος και μπάκος) βλ. πάγκος …   Dictionary of Greek

  • πάγκος — και μπάγκος, ο (Μ μπάγκος και μπάκος) 1. έδρανο, θρανίο που συνήθως βρίσκεται στο πεζοδρόμιο ή σε δημόσιο κήπο 2. τραπέζι μαραγκού ή τσαγκάρη 3. μακρύ τραπέζι ή επίμηκες έπιπλο, σε καφενείο ή άλλο κατάστημα, όμοιο με τραπέζι και εφοδιασμένο με… …   Dictionary of Greek

  • ЕВСТРАТИЙ ТАРСИЙСКИЙ — [греч. Εὐστράτιος τοῦ Τάρσου] (ок. 772/3 10 янв. 867/8), прп., чудотворец (пам. 9 янв.), настоятель мон ря Агавр на Вифинском Олимпе, сподвижник прп. Иоанникия Великогo. Источники Основным источником является анонимное Житие Е. Т. (BHG, N 645),… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”